- ευήκοος
- -η, -ο (ΑΜ εὐήκοος, -ονΑ και εὐάκοος, -ον)αυτός που ακούει τα αιτήματα τών άλλων με προσοχή και ευμενή διάθεση («εὐήκοον οὖς»)αρχ.-μσν.1. όποιος έχει καλή ακοή, όποιος ακούει καλά2. εκείνος που εισακούεται από τον θεό3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐήκοονα) η καλή κατάσταση τής ακοήςβ) η ευμένεια με την οποία ο θεός εισακούει τις προσευχέςαρχ.1. αυτός που έχει κλίση ή προδιάθεση για κάτι («εὐήκοος πρὸς μεταβολήν»)2. εκείνος που ακούγεται καθαρά3. ευχάριστος στην ακοή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ακούω. Το -η- οφείλεται στον νόμο τής εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. επ-ήκοος, υπ-ήκοος)].
Dictionary of Greek. 2013.